- ευκρίνεια
- clarté
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εὐκρινείᾳ — εὐκρινείᾱͅ , εὐκρίνεια clear sightedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρίνεια — clear sightedness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκρίνεια — η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) [ευκρινής] 1. η ιδιότητα τού ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα 2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.) αρχ. 1. το ευδιάκριτο τού περιγράμματος 2. καθαρή, σαφής… … Dictionary of Greek
υψηλή ευκρίνεια — Βλ. λ. τηλεόραση (υψηλής ευκρίνειας) … Dictionary of Greek
εὐκρινείας — εὐκρινείᾱς , εὐκρίνεια clear sightedness fem acc pl εὐκρινείᾱς , εὐκρίνεια clear sightedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρίνειαν — εὐκρίνεια clear sightedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
благоразсоужениѥ — БЛАГОРАЗСОУЖЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Рассудительность, ясность: тъгда всѣхъ пом˫анемъ. иже съ бл҃горасоужениѥмь прочимь имѣти предъложимъ. (σὺν εὐκρινείᾳ) ЖФСт XII, 98; Токмо трезьвимсѩ и бдимъ. в вѣрѣ преидемъ д҃ни наша к ним же кождо обѣщасѩ сблюда˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
διάρθρωση — η (AM διάρθρωσις, εως) 1. η συναρμογή τών μελών τού σώματος 2. κλείδωση, άρθρωση τού σώματος 3. (για φωνή) ευκρινής άρθρωση, καθαρή προφορά νεοελλ. 1. η σύνδεση τών στοιχείων ενός συνόλου 2. διάταξη ύλης κατά λογική ή αισθητική ακολουθία αρχ. φρ … Dictionary of Greek